- βουτυρένιος
- α, ο сделанный, приготовленный на масле
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουτυρένιος — α, ο παρασκευασμένος με βούτυρο … Dictionary of Greek
βουτυρένιος, -ια, -ιο — ο βουτυράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτύρινος — βουτύρινος, η, ον (Α) ο βουτυρένιος … Dictionary of Greek